περιαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(32)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[μεταβάλλω]] ολοσχερώς, [[αλλοιώνω]] («τοῡτο τὸ [[ἔθος]] κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=Α<br />[[μεταβάλλω]] ολοσχερώς, [[αλλοιώνω]] («τοῦτο τὸ [[ἔθος]] κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek (Liddell-Scott)

περιαλλάσσω: μεταβάλω ὁλόγυρα, δηλ. ὁλοσχερῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 783Α.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλω ολοσχερώς, αλλοιώνω («τοῦτο τὸ ἔθος κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.).