σιτώ: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
(37)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σιτοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>1.</b> [[τρώω]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι με [[κάτι]], σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=σιτῶ, -έω, ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρέχω]] [[τροφή]], [[σιτίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τρώω]] [[μέρος]] από ένα όλο («[[καρύων]] καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ [[πρεσβύτης]] ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>σιτοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /><b>1.</b> [[τρώω]]<br /><b>2.</b> τρέφομαι με [[κάτι]], σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:04, 15 February 2019

Greek Monolingual

σιτῶ, -έω, ΝΜΑ σῑτος
νεοελλ.
παρέχω τροφή, σιτίζω
μσν.-αρχ.
τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ' ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.)
αρχ.
(κυρίως το μέσ.) σιτοῦμαι, -έομαι
1. τρώω
2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς μοῡνον», Ηρόδ.).