убедительный: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
(7) |
(No difference)
|
Revision as of 00:20, 14 October 2019
Russian > Greek
πιστευτικός, ἀξιοτέκμαρτος, περαντικός, ἀσφαλής, ἄμαχος, ἀποδεικτικός, εὐπειθής, εὐπιθής, συνερκτικός, πιστικός, ἀναπειστήριος, πειθός, πειστικός, συνακτικός, πειστήριος