наносить: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιβάλλω]], [[ἐμπήγνυμι]], [[ἐμπάγνυμι]], [[ἐπιτίθημι]], [[προχόω]], [[ἀποπλύνω]], [[ἐπιφορέω]], [[προσχώννυμι]], [[ἐμφορέω]], [[προχώννυμι]], [[προσεντείνω]] | |rueltext=[[παραδίδωμι]], [[ἐπιβάλλω]], [[ὑποφέρω]], [[ἀράσσω]], [[ἐρείδω]], [[φέρω]], [[ἐμπήγνυμι]], [[ἐμπάγνυμι]], [[ἐπιτίθημι]], [[προχόω]], [[ἀποπλύνω]], [[ἐπιφορέω]], [[προσχώννυμι]], [[ἐμφορέω]], [[προχώννυμι]], [[προσεντείνω]], [[ἐντρίβω]], [[τύπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 15 October 2019
Russian > Greek
παραδίδωμι, ἐπιβάλλω, ὑποφέρω, ἀράσσω, ἐρείδω, φέρω, ἐμπήγνυμι, ἐμπάγνυμι, ἐπιτίθημι, προχόω, ἀποπλύνω, ἐπιφορέω, προσχώννυμι, ἐμφορέω, προχώννυμι, προσεντείνω, ἐντρίβω, τύπτω