закалывать: Difference between revisions
From LSJ
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[σφάζω]] | |rueltext=[[σφάζω]], [[σφάττω]], [[σφαγιάζω]], [[ἐγκατασφάζω]], [[ἐγκατασφάττω]], [[ἐπικατασφάζω]], [[ἐπικατασφάττω]], [[ἐπισφάζω]], [[ἐπισφάττω]], [[προσσφάζω]], [[προσσφάττω]], [[ἀποσφάζω]], [[κατασφάζω]], [[κατασφάττω]], [[ἀποδειροτομέω]], [[περονάω]], [[συγκεντέω]], [[θύω]], [[τέμνω]], [[κατάρχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
σφάζω, σφάττω, σφαγιάζω, ἐγκατασφάζω, ἐγκατασφάττω, ἐπικατασφάζω, ἐπικατασφάττω, ἐπισφάζω, ἐπισφάττω, προσσφάζω, προσσφάττω, ἀποσφάζω, κατασφάζω, κατασφάττω, ἀποδειροτομέω, περονάω, συγκεντέω, θύω, τέμνω, κατάρχω