размежевывать: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[συνδιακρίνω]] ;; [[διορίζω]] ;; [[διουρίζω]] ;; [[διαλαμβάνω]]
|rueltext=[[συνδιακρίνω]], [[διορίζω]], [[διουρίζω]], [[διαλαμβάνω]]
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 18 October 2019

Russian > Greek

συνδιακρίνω, διορίζω, διουρίζω, διαλαμβάνω