συνδιακρίνω
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
[ῑ],
A determine together, Ti.Locr.104e; τῇ γλώττῃ τὰ γευστά Gal.UP16.2.
II Pass., to be separated, ἀλλήλοις Arist.Xen.977a4.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich absondern, entscheiden, ἅπαντα ταῦτα ἁ Νέμεσις συνδιέκρινε σὺν δαίμοσι Tim. Locr. 104 e.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακρίνω: [ῐ], διακρίνω, ὁρίζω ὁμοῦ, Τίμ. Λοκρ. 104Ε. ΙΙ. Παθητ., διαχωρίζομαι ὁμοῦ ἀμέσως, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 2. 29.
Russian (Dvoretsky)
συνδιακρίνω: одновременно разделять, размежевывать (ἅπαντα ταῦτα Plat.; συμμισγόμενα καὶ συνδιακρινόμενα Arst. - v.l. διακρινόμενα).