συνδιακρίνω

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιακρίνω Medium diacritics: συνδιακρίνω Low diacritics: συνδιακρίνω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: syndiakrínō Transliteration B: syndiakrinō Transliteration C: syndiakrino Beta Code: sundiakri/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A determine together, Ti.Locr.104e; τῇ γλώττῃ τὰ γευστά Gal.UP16.2.
II Pass., to be separated, ἀλλήλοις Arist.Xen.977a4.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich absondern, entscheiden, ἅπαντα ταῦτα ἁ Νέμεσις συνδιέκρινε σὺν δαίμοσι Tim. Locr. 104 e.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακρίνω: [ῐ], διακρίνω, ὁρίζω ὁμοῦ, Τίμ. Λοκρ. 104Ε. ΙΙ. Παθητ., διαχωρίζομαι ὁμοῦ ἀμέσως, Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 2. 29.

Russian (Dvoretsky)

συνδιακρίνω: одновременно разделять, размежевывать (ἅπαντα ταῦτα Plat.; συμμισγόμενα καὶ συνδιακρινόμενα Arst. - v.l. διακρινόμενα).