deprive: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
No edit summary
mNo edit summary
Line 4: Line 4:
P. and V. [[ἀφαιρέω|ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).
P. and V. [[ἀφαιρέω|ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).


<b class="b2">Help</b> (<b class="b2">a person</b>) <b class="b2">in depriving</b>: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).
[[help]] (a [[person]]) in [[depriving]]: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).


[[be deprived of]]: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
[[be deprived of]]: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).


<b class="b2">Be deprived of in addition</b>: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).
[[be deprived of in addition]]: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).


<b class="b2">Deprived of</b>: P. and V. [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) (Plat.), V. [[ἄμμορος]] (gen.).
[[deprived of]]: P. and V. [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) (Plat.), V. [[ἄμμορος]] (gen.).
}}
}}

Revision as of 14:16, 19 October 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 213.jpg

v. trans.

P. and V. ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).

help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).

be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).

be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).

deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plat.), V. ἄμμορος (gen.).