τεταγμένος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τεταγμένος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τάσσω]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τεταγμένως]] Α<br /><b>1.</b> με [[τάξη]], κανονικά («[[καλῶς]] καὶ [[τεταγμένως]] πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με κώνους) σαν την [[τεταγμένη]]<br /><b>3.</b> (με αρθρ. θηλ.) ἡ [[τεταγμένως]]<br /><b>μαθημ.</b> η [[τεταγμένη]]. | |mltxt=-η, -ο / [[τεταγμένος]], -η, -ον, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[τάσσω]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τεταγμένως]] Α<br /><b>1.</b> με [[τάξη]], κανονικά («[[καλῶς]] καὶ [[τεταγμένως]] πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> (σχετικά με κώνους) σαν την [[τεταγμένη]]<br /><b>3.</b> (με αρθρ. θηλ.) ἡ [[τεταγμένως]]<br /><b>μαθημ.</b> η [[τεταγμένη]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[τάσσω]]) [[settled]], [[appointed]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 4 July 2020
Greek Monolingual
-η, -ο / τεταγμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τάσσω.
επίρρ...
τεταγμένως Α
1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)
2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη
3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως
μαθημ. η τεταγμένη.