τεταγμένος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο / τεταγμένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. τάσσω.
επίρρ...
τεταγμένως Α
1. με τάξη, κανονικά («καλῶς καὶ τεταγμένως πολιτεύεσθαι», Ισοκρ.)
2. μαθημ. (σχετικά με κώνους) σαν την τεταγμένη
3. (με αρθρ. θηλ.) ἡ τεταγμένως
μαθημ. η τεταγμένη.