κόκκυς: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kokkys
|Transliteration C=kokkys
|Beta Code=ko/kkus
|Beta Code=ko/kkus
|Definition=<b class="b3">λόφος</b>, Hsch.
|Definition=[[λόφος]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόκκυς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λόφος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
|mltxt=[[κόκκυς]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λόφος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
}}
}}

Revision as of 18:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκυς Medium diacritics: κόκκυς Low diacritics: κόκκυς Capitals: ΚΟΚΚΥΣ
Transliteration A: kókkys Transliteration B: kokkys Transliteration C: kokkys Beta Code: ko/kkus

English (LSJ)

λόφος, Hsch.

Greek Monolingual

κόκκυς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λόφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].