σκιοθηρικός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiothirikos | |Transliteration C=skiothirikos | ||
|Beta Code=skioqhriko/s | |Beta Code=skioqhriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of a sundial]], γνώμονες <span class="bibl">Str.2.5.24</span>; <b class="b3">διὰ τῶν σ</b>. (sc. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of a sundial]], γνώμονες <span class="bibl">Str.2.5.24</span>; <b class="b3">διὰ τῶν σ</b>. (sc. [[ὀργάνων]]) [[sun-dials]], <span class="bibl">Cleom.1.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκιαθηρικός]], -ή, -όν, Α [[σκιοθήρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιοθηρικά</i> και <i>σκιαθηρικά</i><br />[ενν. <i>ὄργανα</i>] ηλιακά ρολόγια. | |mltxt=και [[σκιαθηρικός]], -ή, -όν, Α [[σκιοθήρης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιοθηρικά</i> και <i>σκιαθηρικά</i><br />[ενν. <i>ὄργανα</i>] ηλιακά ρολόγια. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of a sundial, γνώμονες Str.2.5.24; διὰ τῶν σ. (sc. ὀργάνων) sun-dials, Cleom.1.8.
Greek Monolingual
και σκιαθηρικός, -ή, -όν, Α σκιοθήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιοθηρικά και σκιαθηρικά
[ενν. ὄργανα] ηλιακά ρολόγια.