βεβασανισμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβασᾰνισμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ., μετ’ αὐστηρᾶς ἐξετάσεως, ἐρεύνης. | |lstext='''βεβασᾰνισμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ., μετ’ αὐστηρᾶς ἐξετάσεως, ἐρεύνης. Πολυδ. Ϛʹ, 150. Ὠριγ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. βεβασανισσμένως Poll.6.150<br />adv. sobre el part. perf. de [[βασανίζω]] [[por medio de un examen exhaustivo]] β. τοὺς ἐπαγγελλομένους τὰς δυνάμεις ἐξετάσομεν ἀπὸ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἤθους Origenes <i>Cels</i>.2.51, cf. 3.38, Poll.l.c. | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. βεβασανισσμένως Poll.6.150<br />adv. sobre el part. perf. de [[βασανίζω]] [[por medio de un examen exhaustivo]] β. τοὺς ἐπαγγελλομένους τὰς δυνάμεις ἐξετάσομεν ἀπὸ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἤθους Origenes <i>Cels</i>.2.51, cf. 3.38, Poll.l.c. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
Adv.
A with severe scrutiny, Poll.6.150.
Greek (Liddell-Scott)
βεβασᾰνισμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ., μετ’ αὐστηρᾶς ἐξετάσεως, ἐρεύνης. Πολυδ. Ϛʹ, 150. Ὠριγ.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. βεβασανισσμένως Poll.6.150
adv. sobre el part. perf. de βασανίζω por medio de un examen exhaustivo β. τοὺς ἐπαγγελλομένους τὰς δυνάμεις ἐξετάσομεν ἀπὸ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἤθους Origenes Cels.2.51, cf. 3.38, Poll.l.c.