καθαριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katharistis
|Transliteration C=katharistis
|Beta Code=kaqaristh/s
|Beta Code=kaqaristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tree-pruner]], Gloss.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[tree-pruner]], Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.
|mltxt=ο, θηλ. καθαρίστρια (Α [[καθαριστής]]) [[καθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το [[καθάρισμα]] σπιτιού, γραφείου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.
}}
}}

Revision as of 22:05, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαριστής Medium diacritics: καθαριστής Low diacritics: καθαριστής Capitals: ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: katharistḗs Transliteration B: katharistēs Transliteration C: katharistis Beta Code: kaqaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A tree-pruner, Gloss.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.