ὀκτάχρονος: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(28)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktachronos
|Transliteration C=oktachronos
|Beta Code=o)kta/xronos
|Beta Code=o)kta/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">composed of eight time-units</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.990S.</span></span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">composed of eight time-units</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.990S.</span></span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και οχτάχρονος, -η, -ο (Α [[ὀκτάχρονος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] ετών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύγκειται από [[οκτώ]] χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]].
|mltxt=και οχτάχρονος, -η, -ο (Α [[ὀκτάχρονος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] ετών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύγκειται από [[οκτώ]] χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικές μονάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οχτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]].
}}
}}

Revision as of 00:05, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάχρονος Medium diacritics: ὀκτάχρονος Low diacritics: οκτάχρονος Capitals: ΟΚΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: oktáchronos Transliteration B: oktachronos Transliteration C: oktachronos Beta Code: o)kta/xronos

English (LSJ)

ον,    A composed of eight time-units, Procl.in Prm.p.990S.

Greek Monolingual

και οχτάχρονος, -η, -ο (Α ὀκτάχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών
αρχ.
αυτός που σύγκειται από οκτώ χρόνους, από οκτώ χρονικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χρόνος.