Ρωμαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(36)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[Ρωμαΐς]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πολίτης]], ο [[κάτοικος]] της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη [[Ρώμη]]<br /><b>2.</b> ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος [[Ιταλός]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υπήκοος]] της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ειδικά) ο [[ελληνόφωνος]] [[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]] [[κάτοικος]] της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο [[Ρωμιός]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπήκοος]] του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, [[συχνά]] κατ' αντιδιαστολήν [[προς]] τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>εν.</b> <i>τὸ Ῥωμαῑον</i><br />ο [[ναός]] της θεοποιημένης Ρώμης<br />β) <b>πληθ.</b> <i>τὰ Ῥωμαία</i><br />οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ῥώμη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και [[Ρωμαΐς]], Α<br /><b>1.</b> ο [[πολίτης]], ο [[κάτοικος]] της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη [[Ρώμη]]<br /><b>2.</b> ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος [[Ιταλός]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[υπήκοος]] της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ειδικά) ο [[ελληνόφωνος]] [[χριστιανός]] [[ορθόδοξος]] [[κάτοικος]] της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο [[Ρωμιός]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπήκοος]] του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, [[συχνά]] κατ' αντιδιαστολήν [[προς]] τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <b>εν.</b> <i>τὸ Ῥωμαῑον</i><br />ο [[ναός]] της θεοποιημένης Ρώμης<br />β) <b>πληθ.</b> <i>τὰ Ῥωμαία</i><br />οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ῥώμη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
}}

Revision as of 21:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α
1. ο πολίτης, ο κάτοικος της Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη
2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός
3. κάθε υπήκοος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είχε λάβει από το 212 μ.Χ. το δικαίωμα του πολίτη
νεοελλ.-μσν.
(ειδικά) ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος κάτοικος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Ρωμιός
μσν.
ο υπήκοος του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, συχνά κατ' αντιδιαστολήν προς τους «Λατίνους», τους δυτικούς Ρωμαίους («διατ' ἦτον σπίτιν ὁλωνῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων», Άλωσις Κων / πόλεως, Legrand, Bibliotheque)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) εν. τὸ Ῥωμαῑον
ο ναός της θεοποιημένης Ρώμης
β) πληθ. τὰ Ῥωμαία
οι αγώνες τών Ρωμαίων («Ῥωμαῑα τὰ ἐν Χαλκίδι», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ῥώμη + κατάλ. -αῖος].