Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορθόδοξος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα
2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες
β) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.
επίρρ...
ορθοδόξως και ορθόδοξαὀρθοδόξως)
με ορθόδοξο τρόπο. '
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύδοξος].