άθορος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄθορος]], -ον (Α)<br />(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θορεῖν]], απαρ. β' αορ. του ρ. [[θρώσκω]] (= [[πηδώ]]].
|mltxt=[[ἄθορος]], -ον (Α)<br />(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θορεῖν]], απαρ. β' αορ. του ρ. [[θρώσκω]] (= [[πηδώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄθορος, -ον (Α)
(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θορεῖν, απαρ. β' αορ. του ρ. θρώσκω (= πηδώ].