άλικος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθύ κόκκινο [[χρώμα]], ο [[κατακόκκινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο [[χρώμα]], κοκκινόχρωμος, [[κοκκινωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>al</i> «[[κόκκινος]]» <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ικος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθύ κόκκινο [[χρώμα]], ο [[κατακόκκινος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο [[χρώμα]], κοκκινόχρωμος, [[κοκκινωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>al</i> «[[κόκκινος]]» <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ικος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος
2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. al «κόκκινος» + παραγ. κατάλ. -ικος].