έφυγρος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(15)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔφυγρος]], -ον)<br />[[υγρός]] στην [[επιφάνεια]], νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑγρός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔφυγρος]], -ον)<br />[[υγρός]] στην [[επιφάνεια]], νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὑγρός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔφυγρος, -ον)
υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ὑγρός.