άρκα: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄρκα και [[ἄρκη]], η (Μ)<br />[[θήκη]], [[κιβωτός]], [[ταμείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arca</i> (<b>πρβλ.</b> ρ. <i>arceo</i> «[[αποκρούω]], [[ασφαλίζω]]»), με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
|mltxt=ἄρκα και [[ἄρκη]], η (Μ)<br />[[θήκη]], [[κιβωτός]], [[ταμείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arca</i> (<b>πρβλ.</b> ρ. <i>arceo</i> «[[αποκρούω]], [[ασφαλίζω]]»), με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄρκα και ἄρκη, η (Μ)
θήκη, κιβωτός, ταμείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. arca (πρβλ. ρ. arceo «αποκρούω, ασφαλίζω»), με την ίδια σημασία].