αγέρωχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀγέρωχος]], -ον)<br />[[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[πάντοτε]] με καλή [[σημασία]]) [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η -ο (Α [[ἀγέρωχος]], -ον)<br />[[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[πάντοτε]] με καλή [[σημασία]]) [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» <span style="color: red;"><</span> ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «[[γέρας]] ἔχειν</i>».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγερωχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀγερωχεύομαι</i>, <i>ἀγερωχῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀγέρωχος, -ον)
υπεροπτικός, αλαζόνας
αρχ.
(στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν».
ΠΑΡ. ἀγερωχία
μσν.
ἀγερωχεύομαι, ἀγερωχῶ].