αγέρωχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀγέρωχος]], -ον)<br />[[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[πάντοτε]] με καλή [[σημασία]]) [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» <span style="color: red;"><</span> ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «[[γέρας]] ἔχειν</i>».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγερωχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀγερωχεύομαι</i>, <i>ἀγερωχῶ</i>].
|mltxt=-η -ο (Α [[ἀγέρωχος]], -ον)<br />[[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμηρο [[πάντοτε]] με καλή [[σημασία]]) [[μεγαλόφρων]], [[μεγαλοπρεπής]], [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» <span style="color: red;"><</span> ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «[[γέρας]] ἔχειν</i>».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγερωχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀγερωχεύομαι</i>, <i>ἀγερωχῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀγέρωχος, -ον)
υπεροπτικός, αλαζόνας
αρχ.
(στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν».
ΠΑΡ. ἀγερωχία
μσν.
ἀγερωχεύομαι, ἀγερωχῶ].