μεγαλόφρων

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφρων Medium diacritics: μεγαλόφρων Low diacritics: μεγαλόφρων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΡΩΝ
Transliteration A: megalóphrōn Transliteration B: megalophrōn Transliteration C: megalofron Beta Code: megalo/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A high-minded, generous, Protag.9; Ἡσυχία Ar.Lys.1289 codd. (lyr.), cf. Isoc.2.25: Comp., Id.12.60, 242, Luc.Am.52; μ. εἰς δαπάνην Gal.13.954; τὸ μ. X.Ages.11.11. Adv. μεγαλοφρόνως J.AJ6.6.5, OGI566.12 (Oenoanda): Sup. μεγαλοφρονέστατα, εἰπεῖν Philostr.VS2.1.3.
2 in bad sense, arrogant: in Adv. μεγαλοφρόνως Pl.Euthd.293a, X.HG4.5.6.

German (Pape)

[Seite 108] ον, von großem, hohem Sinn, großmütig, neben ἀνδρεῖος, Plat. Rep. VIII, 567 b, vgl. Alc. I, 119 d; Isocr. 2, 25 sagt μεγαλόφρονας νόμιζε μὴ τοὺς μείζω περιβαλλομένους ὧν οἷοί τ' εἰσὶ κατασχεῖν, ἀλλὰ τοὺς καλῶν μὲν ἐφιεμένους, ἐξεργάζεσθαι δὲ δυναμένους οἷς ἂν ἐπιχειρῶσιν; Sp., wie Luc., μεγαλοφρονέστερος τῷ βίῳ, Anacr. 52, Plut. Alex. 12. – Adv. μεγαλοφρόνως, im tadelnden Sinne, hochmütig, prahlend, Plat. Euthyd. 293 a, Xen. Hell. 4, 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a des sentiments élevés, de la grandeur d'âme, de la générosité ; τὸ μεγαλόφρον c. μεγαλοφροσύνη;
Cp. μεγαλοφρονέστερος.
Étymologie: μέγας, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφρων: 2, gen. ονος
1 уверенный в себе, мужественный (πρὸς τοὺς πολεμίους Xen.);
2 великодушный, благородный (ἡσυχία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) μεγαλόψυχος, εὐγενής, γενναῖος, ἡσυχία Ἀριστοφ. Λυσ. 1289, πρβλ. Ἰσοκρ. 20Α ἴδε μεγαλήνωρ· ― τὸ μεγ. τῷ προηγ., Ξεν Ἀγησ. 11, 11. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀλαζών· ἐν τῷ ἐπιρρ. -όνως, Πλάτ. Εὐθύδ. 293Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6.

English (Slater)

μεγαλόφρων μεγαλοφρω[ν P. Oxy. 2442, fr. 72.

Spanish

que tiene grandes pensamientos

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλόφρων, -ον)
1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος
2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος
αρχ.
1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλόφρον
η μεγαλοφροσύνη.
επίρρ...
μεγαλοφρόνως (Α)
1. με μεγαλόφρονα τρόπο, με μεγαλοφροσύνη
2. αλαζονικά, με υπερηφάνεια, με έπαρση και υπεροψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φρων (< ρίζα φρεν- πρβλ. φρην, φρενός), πρβλ. ματαιόφρων].

Greek Monotonic

μεγαλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),·
1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, ευγενής, γενναιόδωρος, σε Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπερόπτης· επίρρ. -όνως, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

μεγᾰλό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
1. high-minded, noble, generous, Xen.
2. in bad sense, arrogant: adv. -όνως, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

boastful, haughty, high-minded, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

que tiene grandes pensamientos ref. a Hermes φάνηθί μοι ἐν τῇ μαντείᾳ, ὁ μ. θεός, τρισμέγας Ἑρμῆς muéstrate a mí en este acto de adivinación, dios de grande pensamiento, Hermes tres veces grande P VII 551

Translations

brave

Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: ⁧شُجَاع⁩, ⁧جَرِيء⁩, ⁧جَسُور⁩; Egyptian Arabic: ⁧شجيع⁩; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: ⁧אַמִּיץ⁩, ⁧אמיצה⁩; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئازا⁩, ⁧قارەمان⁩; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: ⁧قوچاق⁩; Persian: ⁧شجاع⁩, ⁧دلیر⁩, ⁧نیو⁩; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: ⁧بهادر⁩; Uyghur: ⁧باتۇر⁩, ⁧قورقماس⁩, ⁧جەسۇر⁩, ⁧مەرد⁩; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: ⁧העלדיש⁩, ⁧מוטיק⁩; Zulu: -nesibindi

conceited

Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний