ήτριον: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἤτριον]] και δωρ. τ. [[ἄτριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> (για την [[υφαντική]]) το [[στημόνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ύφασμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήτρ</i>-<i>ιον</i> (πρβλ. <i>ηρ</i>-<i>ίον</i>, <i>κηρ</i>-<i>ίον</i>). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. <i>επήτρ</i>-<i>ιμος</i>].
|mltxt=[[ἤτριον]] και δωρ. τ. [[ἄτριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> (για την [[υφαντική]]) το [[στημόνι]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ύφασμα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ήτρ</i>-<i>ιον</i> (πρβλ. <i>ηρ</i>-<i>ίον</i>, <i>κηρ</i>-<i>ίον</i>). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. <i>επήτρ</i>-<i>ιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἤτριον και δωρ. τ. ἄτριον, το (Α)
1. (για την υφαντική) το στημόνι
2. συνεκδ. ύφασμα
3. φρ. «ἤτρια βύβλων» — λεπτά φύλλα παπύρου πλεγμένα σταυροειδώς σαν ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ήτρ-ιον (πρβλ. ηρ-ίον, κηρ-ίον). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό στο συνθ. επήτρ-ιμος].