στημόνι

From LSJ

Greek Monolingual

το / στημόνιον, ΝΑ στήμων, -ονος]
νεοελλ.
1.(υφαντ.) το κατά μήκος του αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία του υφάσματος, ο στήμονας
2. φρ. α) «πού φάδια, πού στημόνια» — δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο πράγματα που διαφέρουν ολοφάνερα
β) «τά 'φερε ίσια υφάδι ίσια στημόνι» — λέγεται για εκείνους που σπατάλησαν μεγάλα ποσά ή και την περιουσία τους για έναν σκοπό
3. παροιμ. «ολά 'ναι φάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι, / και το καημένο το κρασί στύλος κι αντιστυλώνει» — δηλώνει ότι το ψωμί είναι μια από τις βασικότερες τροφές, ενώ το κρασί είναι απαραίτητο τονωτικό συμπλήρωμα
αρχ.
1. υποκορ. του στήμων
2. στον πληθ. τα στημόνια
(σε πλέγμα) τα όρθια ξύλα στα οποία πλέκονται οι εύκαμπτες βέργες.