ίστερος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας Histeridae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>hister</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hister</i> «[[ηθοποιός]]» [[επειδή]] το εν λόγω [[έντομο]] προσποιείται ότι [[είναι]] νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].
|mltxt=ὁ<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας Histeridae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>hister</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>hister</i> «[[ηθοποιός]]» [[επειδή]] το εν λόγω [[έντομο]] προσποιείται ότι [[είναι]] νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual


γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας Histeridae.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hister (< λατ. hister «ηθοποιός» επειδή το εν λόγω έντομο προσποιείται ότι είναι νεκρό όταν αισθανθεί κίνδυνο)].