αγαθόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγαθόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, [[καλοπροαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[φρήν]].
|mltxt=[[ἀγαθόφρων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, [[καλοπροαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαθὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[φρήν]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγαθόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + φρήν.