αγνίζω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁγνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αγνό, καθαρό, [[εξαγνίζω]], [[αποκαθαίρω]]<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]]<br /><b>3.</b> «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» — [[καίω]] τον νεκρό και τον [[κάνω]] καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς<br /><b>4.</b> [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἁγνιστήριον]], [[ἁγνιστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁγνιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ἐξαγνίζω</i>, [[καθαγνίζω]], [[περιαγνίζω]].
|mltxt=[[ἁγνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αγνό, καθαρό, [[εξαγνίζω]], [[αποκαθαίρω]]<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]]<br /><b>3.</b> «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» — [[καίω]] τον νεκρό και τον [[κάνω]] καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς<br /><b>4.</b> [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἁγνιστήριον]], [[ἁγνιστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁγνιστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ἐξαγνίζω</i>, [[καθαγνίζω]], [[περιαγνίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁγνίζω (Α)
1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω
2. θυσιάζω
3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» — καίω τον νεκρό και τον κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς
4. κατακαίω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἁγνιστήριον, ἁγνιστής
μσν.
ἁγνιστικός.
ΣΥΝΘ. ἐξαγνίζω, καθαγνίζω, περιαγνίζω.