ἁγνιστικός
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ἁγνιστική, ἁγνιστικόν, = ἁγνευτικός II, Eust.43.6.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
expiatorio, purificador τὸ πῦρ Eust.43.6, Sch.Pi.P.1.41a.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνιστικός: -ή, -όν, (ἁγνίζω) = ἁγνευτικός, ΙΙ, Εὐστ. 43.6.