αγχίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> γενικά, αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον τοκετό<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]].
|mltxt=[[ἀγχίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> γενικά, αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον τοκετό<br /><b>2.</b> (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχίτοκος, -ον (Α)
1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό
2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + τόκος.