αδελφιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀδελφιδεὺς (-έως), ο (Α)<br />[[γιος]] αδελφού ή αδελφής, [[ανιψιός]], ο [[αδελφιδούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιδεύς</i>].
|mltxt=ἀδελφιδεὺς (-έως), ο (Α)<br />[[γιος]] αδελφού ή αδελφής, [[ανιψιός]], ο [[αδελφιδούς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδελφός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιδεύς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδελφιδεὺς (-έως), ο (Α)
γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός, ο αδελφιδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδεύς].