τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
ἀδελφιδοῦς (-οῦ), ο (Α) ἀδελφόςγιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδοῦς].