αδιαφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός [[μέσα]] από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί [[κάποιος]] να δει [[μέσα]] και [[πέρα]] από αυτόν, ο μη [[διαφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαφανής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδιαφάνεια]]].
|mltxt=-ές<br />αυτός [[μέσα]] από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί [[κάποιος]] να δει [[μέσα]] και [[πέρα]] από αυτόν, ο μη [[διαφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαφανής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδιαφάνεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές
αυτός μέσα από τον οποίο δεν περνά το φως, ώστε να μπορεί κάποιος να δει μέσα και πέρα από αυτόν, ο μη διαφανής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + διαφανής.
ΠΑΡ. αδιαφάνεια].