αδρόσφαιρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁδρόσφαιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το [[μαλάβαθρον]], [[φύλλο]] του είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum του γένους Κιννάμωμο].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁδρόσφαιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το [[μαλάβαθρον]], [[φύλλο]] του είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum του γένους Κιννάμωμο].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[σφαίρα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁδρόσφαιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο του είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum του γένους Κιννάμωμο].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδρὸς + σφαίρα].