αδικόμαχος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀδικόμαχος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) [[ατίθασος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀδικόμαχος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) [[ατίθασος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδικομαχῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδικομαχία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀδικόμαχος, -ον (Α)
(για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + μάχη.
ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ
αρχ.
ἀδικομαχία.