αδικόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀδικόμαχος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) [[ατίθασος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδικομαχῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδικομαχία]].
|mltxt=[[ἀδικόμαχος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) [[ατίθασος]], [[ανυπότακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδικομαχῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀδικομαχία]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδικόμαχος, -ον (Α)
(για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδικο- + μάχη.
ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ
αρχ.
ἀδικομαχία.