αδεισίθεος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀδεισίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο [[ασεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>δεισ</i>- (<i>ἔδεισα</i>, <i>δείσομαι</i>) του [[δείδω]] (= [[φοβούμαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].
|mltxt=[[ἀδεισίθεος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο [[ασεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> θ. <i>δεισ</i>- (<i>ἔδεισα</i>, <i>δείσομαι</i>) του [[δείδω]] (= [[φοβούμαι]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδεισίθεος, -ον (Α)
αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θ. δεισ- (ἔδεισα, δείσομαι) του δείδω (= φοβούμαι) + θεός.