ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἀδεισίθεος, -ον (Α)αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + θ. δεισ- (ἔδεισα, δείσομαι) του δείδω (= φοβούμαι) + θεός.