αεριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες<br />αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σύσταση]] αερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ιώδης]]].
|mltxt=-ες<br />αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σύσταση]] αερίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ιώδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ες
αυτός που έχει μορφή ή σύσταση αερίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + παραγ. κατάλ. -ιώδης].