αεριώδης

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που έχει μορφή ή σύσταση αερίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + παραγ. κατάλ. -ιώδης].