αεροπετής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀεροπετής]], -ές)<br />αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο [[ουρανοκατέβατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀεροπετής]], -ές)<br />αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο [[ουρανοκατέβατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀεροπετής, -ές)
αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + πετής < πίπτω.