αεροπετής: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀεροπετής]], -ές)<br />αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο [[ουρανοκατέβατος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ές (Α [[ἀεροπετής]], -ές)<br />αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο [[ουρανοκατέβατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀὴρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ές (Α ἀεροπετής, -ές)
αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + πετής < πίπτω.