αερόχρωμος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[αεροχρώματος]], -η, -ο<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, του ουρανού, [[γλαυκός]], [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[αεροχρώματος]], -η, -ο<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του αέρα, του ουρανού, [[γλαυκός]], [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώμα]]<br />η λ. [[αεροχρώματος]] πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό [[ἠεροειδής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
και αεροχρώματος, -η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του αέρα, του ουρανού, γλαυκός, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + χρώμα
η λ. αεροχρώματος πλάστηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά για να αποδώσει το ομηρικό ἠεροειδής.