ἠεροειδής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠεροειδής Medium diacritics: ἠεροειδής Low diacritics: ηεροειδής Capitals: ΗΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ēeroeidḗs Transliteration B: ēeroeidēs Transliteration C: ieroeidis Beta Code: h)eroeidh/s

English (LSJ)

ἠεροειδές, Ion.and Ep. for ἀεροειδής, which is not found, misty, cloudy, dark (esp. in Od.), ἐπ' ἠεροειδέα πόντον Od.2.263, etc.; σπέος ἠ. 12.80, cf. 13.103; πέτρη, of Scylla†s cave, 12.233: neut. as adverb, in the far distance, dimly, ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770: ἠ. νεφέλη Hes. Th.757; πνοιαί Orph.H.38.22.—Ep. word, ἠ. αὐγαί Arist.Col.792b8: Comp., ὕδωρ πάντων ἠεροειδέστερον Arr.Ind.6.3.

German (Pape)

[Seite 1155] ές, ep. = ἀεροειδής, luftartig, von dämmerigem, nebligem Aussehen, Hom. am häufigsten vom Meere, πόντος, Od. 2, 463 u. oft, das nebelfarbige, blau dämmernde, wie Hes. Th. 252, VLL. μέλας, σκοτεινός. Auch von dunklen Grotten, dämmerigen Höhlen, Od. 12, 80. 13, 103. 366, von umwölkten Bergspitzen, πέτρη, 12, 233; auch ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν – ἥμενος ἐν σκοπιῇ, von bläulich dämmernder Fernsicht, Il. 5, 770. E inzeln bei sp. D., wie Orph. Arg. 395 H. 37, 22.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἀεροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροειδής: -ές, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, ἔχων ὄψιν σκοτεινὴν καὶ συννεφώδη. Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τῆς θαλάσσης (ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπ’ ἠεροειδέα πόντον Ὀδ. Β. 263, κτλ.· καθόλου, σκοτεινός, σπέος ἠεροειδὲς Μ. 80, Ν. 103· πρὸς ἠεροειδέα πέτρην, περὶ τοῦ σπηλαίου τῆς Σκύλλης, Μ. 233. - ὡσαύτως, ὡς τὸ ἠέριος, μακρὰν ἐν ἀποστάσει, ἀσαφής, ὅσσον τ’ ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Ἰλ. Ε. 770· - ὡσαύτως, ἠερ. νεφέλη Ἡσ. Θ. 757· πνοιαὶ Ὀρφ. Ὕμν. 37. 22. - Ἐπικὴ λέξις εὑρισκομένη καὶ παρ’ Ἀριστ. Χρωμ. 10.

English (Autenrieth)

ές (εἶδος): misty, murky, gray; πόντος, σπέος, πέτρη, Il. 23.744, Od. 12.80, 233; ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἵδεν ὀφθαλμοῖσιν, sees ‘into the dim distance,’ ‘through the haze,’ Il. 5.770.

Greek Monolingual

ἠεροειδής, -ές (Α)
(ιων. και επ. τ. του αχρ. αεροειδής)
1. ομιχλώδης, νεφελώδης, σκοτεινός, με θολή όψη («ἠεροειδής νεφέλη», Ησίοδ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἠεροειδές
θολά, όχι καθαρά, ασαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβοειδής, ωοειδής].

Greek Monotonic

ἠεροειδής: -ές, Επικ. αντί ἀερο- (ἀήρ, εἶδος), λέγεται για το σκοτεινό και «χλωμό» βλέμμα, για τη «σκοτεινιασμένη» όψη, «συννεφώδης», λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, σκοτεινός, μουντός, ζοφερός, στο ίδ.· ουδ. ως επίρρ., σε μακρινή απόσταση, ασαφής, αμυδρός, θολός, συγκεχυμένος, ὅσσον τ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠερο-ειδής, ές [epic for ἀεροειδής [ἀήρ, εἶδος
of dark and cloudy look, cloud-streaked, of the sea, Od.: generally, dark, murky, Od.:—neut. as adv., in the far distance, dimly, ὅσσον τ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.