Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάπτωτος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάπτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, [[σταθερός]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[διαρκής]] («αδιάπτωτη [[προσοχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, [[αλάνθαστος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαπίπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδιαπτωσία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάπτωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, [[σταθερός]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[διαρκής]] («αδιάπτωτη [[προσοχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, [[αλάνθαστος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαπίπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδιαπτωσία]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάπτωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή»)
αρχ.
αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπτωσία.