αθεϊσμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />το φιλοσοφικό [[δόγμα]] που αρνείται την ύπαρξη θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άθεος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>atheisme</i>].
|mltxt=ο<br />το φιλοσοφικό [[δόγμα]] που αρνείται την ύπαρξη θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[άθεος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i>, πρβλ. γαλλ. <i>atheisme</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
το φιλοσοφικό δόγμα που αρνείται την ύπαρξη θεού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < άθεος + κατάλ. -ισμός, πρβλ. γαλλ. atheisme].