ακετόνη: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Χημ.</b><br />λέγεται και διμεθυλοκετόνη ή 2-[[προπανόνη]] ή και [[οξόνη]], το γνωστό ασετόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>acetone</i> <span style="color: red;"><</span> <i>acet</i>- (πρβλ. <i>ακετ</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>one</i> (<span style="color: red;"><</span> ελλ. πατρωνυμική [[κατάληξη]] -<i>ώνη</i>), πρβλ. -<i>όνη</i>].
|mltxt=η <b>Χημ.</b><br />λέγεται και διμεθυλοκετόνη ή 2-[[προπανόνη]] ή και [[οξόνη]], το γνωστό ασετόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>acetone</i> <span style="color: red;"><</span> <i>acet</i>- (πρβλ. <i>ακετ</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>one</i> (<span style="color: red;"><</span> ελλ. πατρωνυμική [[κατάληξη]] -<i>ώνη</i>), πρβλ. -<i>όνη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:47, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Χημ.
λέγεται και διμεθυλοκετόνη ή 2-προπανόνη ή και οξόνη, το γνωστό ασετόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. acetone < acet- (πρβλ. ακετ-) + -one (< ελλ. πατρωνυμική κατάληξη -ώνη), πρβλ. -όνη].