αιολόνωτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰολόνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]].
|mltxt=[[αἰολόνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[νῶτον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰολόνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + νῶτον.