ακρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], <b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκρόχειρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροπόδιον]].
|mltxt=[[ἀκρόπους]] (-οδος), ο (Α)<br />το [[άκρο]] του ποδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]<br />η λ. [[αντί]] του [[ἄκρος]] [[πούς]], πρβλ. και [[ἀκρόχειρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροπόδιον]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)
το άκρο του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πούς
η λ. αντί του ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.
ΠΑΡ. ἀκροπόδιον.