ακροκεφαλικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />αυτός που αναφέρεται ή έχει [[σχέση]] με την [[ακροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκεφαλία]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalique</i>].
|mltxt=-ή, -ό <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />αυτός που αναφέρεται ή έχει [[σχέση]] με την [[ακροκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκεφαλία]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalique</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό (Ανθρωπολ.)
αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με την ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκεφαλία, πρβλ. γαλλ. acrocephalique].