Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροκεφαλικός

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Ανθρωπολ.)
αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με την ακροκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροκεφαλία, πρβλ. γαλλ. acrocephalique].