αλγεσίθυμος: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλγεσίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που θλίβει την [[καρδιά]] μας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλγεσίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που θλίβει την [[καρδιά]] μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>ἀλγεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> ([[ἄλγος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>θυμὸς</i> για τη [[σημασία]] του επιθ. πρβλ. και [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλγεσίθυμος, -ον (Α)
αυτός που θλίβει την καρδιά μας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (ἀλγεσι- (< (ἄλγος) + θυμὸς για τη σημασία του επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος.